- πενθετηρικός
- πενθετηρ-ικός, ή, όν,A = πεντετηρικός : neut. -κόν, τό, = πεντετηρίς 11, SIG577.70 (Milet., iii/ii B. C.), PGrad.6.7 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθετηρικός — ή, όν, Α βλ. πενταετηρικός … Dictionary of Greek
πενταετηρικός — ή, ό / πενταετηρικός και πεντετηρικός και πενθετηρικός, ή, όν, Α [πενταετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πενταετηρίδα ή αυτός που γίνεται κάθε πέντε χρόνια («πενταετηρικὸς ἀγών», Πλούτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντετηρικόν εισφορά για… … Dictionary of Greek